27.11.16

Φρίντα Λιάππα, 22 χρόνια μετά....

Σήμερα 28 Νοεμβρίου, ημέρα μνήμης του θανάτου της, την θυμόμαστε...

 22 χρόνια μετά ο ΠΑΜΙΣΟΣ τιμά την μνήμη της 
  • με την κυκλοφορία ενός μοναδικού βιβλίου με την ποίησή της και τις ομιλίες εκλεκτών φίλων της.
  • με ένα απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο, την ομιλία του Κυριάκου Αγγελάκου, σύντροφου στη ζωή της Φρίντας, όπως αυτή παρουσιάστηκε στην Ημερίδα που οργανώσαμε πριν 2 χρόνια στο Gazzarte

20 χρόνια μια απουσία γεμίζει τη ζωή μας 
Κυριάκος Αγγελάκος

Σήμερα μαζευτήκαμε για να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τη Φρίντα, 20 χρόνια μετά το θάνατό της.
Ένα θάνατο, που όλοι όσοι βρισκόμαστε εδω, θεωρούμε, άδικο, παράλογο, αδιανόητο.
Γιατί η Φρίντα πέθανε σε ηλικία μόλις 46 χρονών...
Και σ’ αυτήν την τόσο πλούσια σε εμπειρίες και τόσο πυκνή δημιουργική ζωή είχε ήδη προλάβει να σκηνοθετήσει 3 ταινίες μεγάλου μήκους, 3 ταινίες μικρού μήκους, να γράψει 3 ποιητικές συλλογές και 3 πεζά. Να σκηνοθετήσει ακόμα μια τηλεταινία μεγάλου μήκους στην ΕΡΤ, εκπομπές για το Παρασκήνιο και ντοκιμαντέρ, ποιητικές μονογραφίες για τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη και τη Μάτση Χατζηλαζάρου, να γράψει σενάρια, κινηματογραφικές κριτικές, να κάνει μεταφράσεις.
Το κοινό σημείο όμως που ενώνει τους περισσότερους σ’ αυτήν την αίθουσα με τη Φρίντα είναι ο τόπος καταγωγής: η Μεσσήνη.
Για τη Φρίντα το Νησί ήταν περισσότερο από μια γενέθλια πόλη. Ήταν το μητρικό σώμα πάνω στο όποιο μεγάλωσε, η γλώσσα που πρωτομίλησε και η γλώσσα που έγραψε, οι άνθρωποι που αγάπησε, το τοπίο πάνω στο οποίο ξεκούραζε το βλέμμα και την ψυχή της και αριστοτεχνικά κατέγραψε στους «Δρόμους της αγάπης».
Ήταν ο τόπος που κατάφευγε στα δύσκολα, η παντοτινή ανοιχτή αγκαλιά των φίλων που την περίμεναν.
Ήταν η βουτιά στην Μπούκα που είχε έναν εξαγνιστικό‒ θεραπευτικό ρόλο, σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Ήταν οι μνήμες, οι χαρές και οι λύπες.
Ήταν η πρώτη μυρουδιά και η γεύση της τροφής.
Ήταν τα ακούσματα της λαϊκής μουσικής, που από παιδί τη μάγευαν στα πάλκα του πανηγυριού της Μεσσήνης.
Ήταν τα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου, που μαζί με δημοτικά, μοιρολόγια και νανουρίσματα αποτέλεσαν την ηχητική μπάντα των ταινιών και της ζωής της.
Οι μνήμες από τα πάλκα της Μεσσήνης πέρασαν δραματοποιημένες στη σκηνή του πανηγυριού στα «Χρόνια της μεγάλης ζέστης», σ’ ένα φιλικό τόπο μυθοπλασίας όπου συναντήθηκαν η ερωτική επιθυμία, ο θάνατος, τα λαϊκά τραγούδια, το ζεϊμπέκικο και η παιδική αθωότητα.
Η Μεσσήνη ήταν η μάνα και ο πατέρας, η ιερή σχέση με τα ξαδέρφια ‒ αδέρφια της και με τους φίλους που τη συνόδευαν από την παιδική της ηλικία μέχρι τον πρόωρο θάνατό της.
Ήταν ο δικός της μυθικός τόπος , που τον διέσχιζε ο αγαπημένος της Πάμισος, το ποτάμι των παιδικών της χρόνων, των εκδρομών και των παιχνιδιών.
Η Φρίντα ήταν ένα κλαδάκι λυγαριάς στις όχθες του Πάμισου.
Ο Πάμισος σιγά – σιγά εξελίχθηκε μέσα της σε μια «ιδέα» ποταμού με τον ορισμό του Ηράκλειτου. Αλλά η Φρίντα όσες φορές περνούσε το ποτάμι διέσχιζε τα ίδια νερά.
Για να μπει στον τόπο της παιδικής και της εφηβικής της ηλικίας, τον τόπο των τελετών και των πανηγυριών, τον τόπο όπου είδε τις πρώτες ταινίες της ζωής της στον κινηματογράφο Τιτάνια. Μελοδράματα με γοητευτικά ονόματα ιταλών πρωταγωνιστών, της Ιβόν Σανσόν και του Αμαντέο Νατσάρι. Ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού όπως ο Κλέφτης Ποδηλάτων κι αμερικάνικα film noir, όπως το Ριφιφί.
Στον τόπο όπου πρωτοδιάβασε και αγάπησε τη λογοτεχνία.
Στον τόπο των πρώτων ερώτων και του μεγάλου πένθους. Αυτό το δίπολο του έρωτα και του θανάτου κυριάρχησε στη ζωή της, διαμόρφωσε τον ψυχικό της κόσμο, τον εύθραυστο και πεισματάρη χαρακτήρα της, και αποτέλεσε το κυρίαρχο δομικό στοιχείο στο σύνολο του έργου της.
Με αυτά τα υλικά συγκρότησε την προσωπική της μυθολογία κι αυτήν πέρασε μετά στο κινηματογραφικό και λογοτεχνικό της έργο με ταλέντο και οικονομία.
Όμως κάθε φορά που θυμάμαι τη Φρίντα, την ακούω να λέει λέξεις και φράσεις από το Νησί, ν’ αλλάζει το ηχόχρωμα της φωνής της, να μπαίνει στα μυστικά μονοπάτια της διαλέκτου, που οδηγούσαν στην επικοινωνία με αυτούς που αγάπησε πιο πολύ, τη μητέρα της πρώτα απ’ όλα, την αγαπημένη σε όλους μας Ελένη Λιάππα, τα ξαδέρφια και τους φίλους της, που μαζί τους μοιράστηκε τα καλά και τα δύσκολα: Βουρκόλος, μπαραμπάτης, μισοκούντελος, τρεκλίτης, σ’ έπιασε το συγγενικό, σε συνοπήραν οι νεράιδες, ο μεσημεράς πήρε τη φιλημένη στον ήλιο την πηγαίνει... Λέξεις και φράσεις διάσπαρτες στο κινηματογραφικό και συγγραφικό της έργο.
Μιλούσε για τις γειτονιές της Μεσσήνης, χαρτογραφώντας τον δικό της παράδεισο: Των Τριών Ιεραρχών, Τα Μπεζεστένια, τα Γαρδελιά...
Την ακούω να λέει παροιμίες της Μεσσήνης και το πρόσωπο της να λάμπει μ’ ένα σκανταλιάρικο παιδικό χαμόγελο: Άνω ‒ Κάτω Βούταινα, Μάκραινα και Ασούταινα, Τριπύλα, Λυκουδέσι, Σελά, Καλογερέσι έφαγαν ένα βόδι.
Την ακούω να τραγουδάει το “Ξύπνα αφέντη μου” και το “Σε ωραίο περιβόλι” και τότε να βυθίζεται σ’ έναν άλλο τόπο, σ’ έναν άλλο χρόνο όπου δεν υπήρχε λύπη και στεναγμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.